πυρογραφία

πυρογραφία
η
1. τέχνη διακόσμησης επιφανειών με πυρακτωμένο εργαλείο.
2. έργο κατασκευασμένο με πυρογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυρογραφία — Η διακόσμηση ξύλων, δερμάτων, οστών και χνουδωτών υφασμάτων με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα. Η ακίδα είναι συνήθως από λευκόχρυσο και θερμαίνεται, είτε με ηλεκτρισμό είτε με ατμούς βενζίνης και αέρα, που διοχετεύονται σε αυτήν από ειδική… …   Dictionary of Greek

  • πυρογραφικός — ή, ό, Ν [πυρογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρογραφία ή αυτός που γίνεται με την πυρογραφία («πυρογραφική διακόσμηση»). επίρρ... πυρογραφικώς και πυρογραφικά Ν με τη μέθοδο τής πυρογραφίας …   Dictionary of Greek

  • πυρογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πυρογραφία ή που γίνεται με πυρογραφία: Πυρογραφικό έργο τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρογράφος — ο, Ν ειδικό εργαλείο με πυρακτωμένη ακίδα που χρησιμοποιείται στην πυρογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εγκαυστική — η (ενν. τέχνη) 1. είδος ζωγραφικής σε μάρμαρο, που γίνεται με πυρακτωμένη λαβίδα και χρώματα διαλυμένα σε κερί. 2. η πυρογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”